ἀκύματος

ἀκύματος
ἀκύμ-ατος [pron. full] [ῡ], ον, = foreg. 11,
A

πορθμός Trag.Adesp. 336

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ακύματος — ἀκύματος, ον (Α) [κῡμα] ακύμαντος, ήρεμος, γαλήνιος …   Dictionary of Greek

  • ἀκύματος — ἀκύ̱ματος , ἀκύματος masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκύματον — ἀκύ̱ματον , ἀκύματος masc/fem acc sg ἀκύ̱ματον , ἀκύματος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακυμάτιστος — ακυμάτιστος, η, ο και ακύματος, η, ο ο χωρίς κύματα, ο ήρεμος: Η θάλασσα τη μέρα εκείνη ήταν εντελώς ακυμάτιστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκυμάτους — ἀκῡμάτους , ἀκύματος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”